- αγιώνυμος
- -η, -ο(μόνο για τόπους ή ιδρύματα), αυτός που επονομάζεται άγιος: Είχε μείνει αρκετόν καιρό και στο αγιώνυμο όρος (στον Άθωνα).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγιώνυμος — η, ο 1. ο προσαγορευόμενος άγιος 2. (για τόπους) αυτός που φέρει το όνομα αγίου ή την ονομασία άγιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + όνομα] … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek